- περπατητής
- ο, Νβλ. περιπατητής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περπατητής — ο 1. πεζοπόρος. 2. αυτός που κάνει περίπατο: Κάθε Κυριακή βλέπει κανείς στην παραλία πολλούς περπατητές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιπατητής — ο, ΝΜ και περπατητής, θηλ. περιπατήτρια, Ν [περιπατώ / περπατώ] αυτός που κάνει περίπατο για ξεκούραση και αναψυχή … Dictionary of Greek